- οζαινικός
- -ή, -ό (Α ὀζαινικός, -ή, -όν) [όζαινα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όζαινα2. αυτός που πάσχει από όζαινα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀζαινικῶν — ὀζαινικός having fem gen pl ὀζαινικός having masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)